- ἐνυπνιάστρια
- ἐνυπνι-άστρια, ἡ,A she who dreams, title of book, prob. in IG2.992ii6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ενυπνιαστής — ο (AM ἐνυπνιαστής, θηλ. ἐνυπνιάστρια) ο ενυπνιαζόμενος, αυτός που βλέπει προφητικά όνειρα … Dictionary of Greek